- κρυπτηρία
- κρυπτηρίᾱ , κρυπτήριοςconvenient for concealingfem nom/voc/acc dualκρυπτηρίᾱ , κρυπτήριοςconvenient for concealingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτήρια — κρυπτήριον neut nom/voc/acc pl κρυπτήριος convenient for concealing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτηρίαν — κρυπτηρίᾱν , κρυπτήριος convenient for concealing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτήριος — κρυπτήριος, ία, ον (Α) [κρυπτήρ] 1. σκοτεινός 2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον») 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία κρύπτη, κρυψώνας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού β)… … Dictionary of Greek